Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης

Όταν η επίμονη ενασχόληση με την σωματική εμφάνιση καθρεφτίζει την ψυχική μας υγεία

Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι μπορούν να εντοπίσουν στην εξωτερική τους εμφάνιση κάτι με το οποίο δεν είναι ευχαριστημένοι ή να αφιερώνουν χρόνο παρατηρώντας την εμφάνιση τους στον καθρέφτη. Όταν όμως η ενασχόληση με την σωματική εμφάνιση αρχίζει να έχει έναν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, που δεν εμπίπτει σε συγκεκριμένες αναπτυξιακές περιόδους ρευστής ταυτότητας (για παράδειγμα εφηβική ηλικία) ή/και σε συγκεκριμένα εργασιακά περιβάλλοντα (για παράδειγμα χώρος μόδας, κ.λπ.) KAI επηρεάζει δυσλειτουργικά την καθημερινότητα του ατόμου και του προκαλεί έντονη δυσφορία, τότε πιθανώς να παρατηρούμε την κατά DSM-5 Σωματοδυσμορφική Διαταραχή (Body Dysmorphia).

Η Σωματική-Δυσμορφική Διαταραχή (ΣΔΔ)  (Βody Dysmorphic Disorder‎), άλλοτε ονομαζόμενη ως δυσμορφοφοβία (μη παραληρητική) (nondelusional dysmorphophobia‎), είναι μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την έμμονη ιδέα ότι υπάρχει κάποιο σοβαρός λάθος σε κάποιο σημείο του σώματος/της εμφάνισης ενός ατόμου είναι σοβαρά λανθασμένη και προσπαθεί με ασυνήθιστους τρόπους να καλύψει/τροποποιήσει το θεωρούμενο ως δυσμορφικό μέρος του σώματος. Άλλοτε το σωματικό ελάττωμα είναι φανταστικό (παραπλανητική παραλλαγή), άλλοτε είναι  πραγματικό αλλά η αποδιδόμενη από το άτομο σημασία και η εστίαση στην κάλυψη αυτού είναι υπερβολική. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι σκέψεις για τη δυσμορφία είναι έντονες και  ενοχλητικές, καταλαμβάνοντας μέχρι και αρκετές ώρες την ημέρα ή και περισσότερο. Το DSM-5 κατηγοριοποιεί την ΔΣΔ στο ψυχαναγκαστικό φάσμα και τη διαφοροποιεί από τη νευρική ανορεξία.

Η ΔΣΔ επηρεάζει έως και το 2.4% του πληθυσμού. Ξεκινά συνήθως στην εφηβεία και επηρεάζει και τα δύο φύλα.

Οι διαρκείς σκέψεις γύρω από το θεωρούμενο ελάττωμα, οι διαρκείς συγκρίσεις, οδηγούν το άτομο σε αποφυγή της κοινωνικής επαφής με πολλούς και ασυνήθιστους τρόπους ώστε να μην το  εκθέσουν  στο «βλέμμα» των άλλων. Επίσης, οι ασθενείς αυτοί, λόγω και του φόβου της «ετικέτας» της  ματαιοδοξίας προσπαθούν πολύ  να κρύβουν τη διαρκής τους ενασχόληση με αυτό. Για αυτό και λανθάνει της προσοχής ακόμη και των ψυχιάτρων πολλές φορές, με αποτέλεσμα την υποδιάγνωση αυτής της διαταραχής.

Το άτομο οδηγείται έτσι και σε έκπτωση της ποιότητας ζωής του.  Οι ασθενείς της ΔΣΔ έχουν υψηλά ποσοστά αυτοκτονικών σκέψεων και αποπειρών αυτοκτονίας.

Σύμφωνα με το DSM-5, η Σωματοδυσμορφική Διαταραχή ανήκει στην κατηγορία των Ιδεοψυχαναγκαστικών και Συνδεόμενων Διαταραχών. Αυτή η ταξινόμηση οφείλεται στον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα των συμπεριφορών ενασχόλησης που σχετίζονται με τη διαταραχή αλλά και στην δυσκολία ελέγχου τους.

Πιο συγκεκριμένα, τα άτομα που πάσχουν από τη διαταραχή ασχολούνται σε υπερβολικό βαθμό με ένα ή περισσότερα φανταστικά ή και πραγματικά ελαττώματα/ατέλειες στην εξωτερική τους εμφάνιση, τα οποία στους άλλους ανθρώπους μπορεί να είναι ανεπαίσθητα.

Αυτές οι ενασχολήσεις καταλαμβάνουν από 3 έως 8 ώρες περίπου μέσα στη μέρα και αφορούν σε επαναλαμβανόμενες, ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα, το κοίταγμα του εαυτού στον καθρέφτη ή σε νοερές πράξεις, όπως το να συγκρίνει στο μυαλό του τη δική του εξωτερική εμφάνιση με των άλλων. Το άτομο δυσκολεύεται να ελέγξει αυτές τις συμπεριφορές, οι οποίες, ωστόσο, λειτουργούν ανακουφιστικά στο έντονο άγχος που προκαλούν οι επίμονες, αρνητικές σκέψεις για τουλάχιστον ένα σημείο στο σώμα.

Ακόμη, η κοινωνική ζωή των πασχόντων μπορεί να επηρεαστεί εξαιτίας της δυσφορίας και του έντονου κοινωνικού άγχους που βιώνουν. Η αποφυγή κοινωνικών περιστάσεων είναι συχνό φαινόμενο στην Σωματοδυσμορφική Διαταραχή, καθώς οι πάσχοντες αγχώνονται και φοβούνται μια πιθανή αρνητική κριτική για το «ελάττωμα» τους, γεγονός που οδηγεί σε έκπτωση της λειτουργικότητας τους, για παράδειγμα, μπορεί να αργήσουν στην εργασία τους επειδή ανησυχούν ότι όλοι θα δουν την «ατέλεια» τους ή επειδή αφιερώνουν πολύ χρόνο στο να προσπαθούν να την καλύψουν.

Παρόλο που το άτομο υποφέρει σημαντικά από τις πεποιθήσεις του, η επίγνωση του σχετικά με το «ελάττωμα» μπορεί να είναι καλή, δηλαδή να αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να υπερβάλλει σχετικά με την έκταση ή και την ύπαρξη του «ελαττώματος». Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχει και απουσία επίγνωσης, δηλαδή το άτομο να είναι πεπεισμένο ότι όσα πιστεύει είναι αληθή.

Τα πιο συνηθισμένα σημεία εστίασης της προσοχής αφορούν σε ατέλειες του προσώπου, όπως η εμφάνιση του δέρματος, στο στήθος και στα άκρα. Οι πάσχοντες συχνά υποβάλλονται σε επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής, προκείμενου να διορθώσουν τις «ατέλειες» τους και να ανακουφιστούν, ωστόσο σπάνια ικανοποιούνται από τα αποτελέσματα.

Ο μέσος όρος ηλικίας έναρξης της διαταραχής είναι τα 16-17 έτη και μπορεί να εμφανιστεί με αφορμή κάποιο αρνητικό σχόλιο. Τα social media επίσης φαίνεται ότι μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι βλέπουν το σώμα τους, καθώς πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία, έχουν αυξημένη ευαισθησία στις κοινωνικές επιρροές, προσπαθούν να διαμορφώσουν την ταυτότητα τους και συχνά μπορεί να νιώσουν άβολα με το σώμα τους. Οι έφηβοι που κάνουν υπερβολική χρήση των social media έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κάποια δυσαρέσκεια για το σώμα τους, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε Σωματοδυσμορφική Διαταραχή. Παρ’ όλα αυτά δεν αποτελεί τον μόνο αιτιολογικό παράγοντα.

Σύμφωνα με την γνωσιακή-συμπεριφοριστική προσέγγιση, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της διαταραχής παίζουν οι διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις που έχει το άτομο για το σώμα του, οι οποίες ενισχύονται από τις ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές.

Η διαταραχή μπορεί να γίνει χρόνια εάν δεν υπάρξει κατάλληλη ψυχολογική παρέμβαση.

 

Έφη Τζιμούλη

Ψυχολόγος ΕΚΠΑ

Συνθετική Ψυχοθεραπεία

 

Βιβλιογραφία

 

American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders, 5th Edition (DSM-5).

Bjornsson, A. S., Didie, E. R., & Phillips, K. A. (2022). Body dysmorphic disorder. Dialogues in clinical neuroscience.

Senín-Calderón, C., Perona-Garcelán, S., & Rodríguez-Testal, J. F. (2020). The dark side of Instagram: Predictor model of dysmorphic concerns. International journal of clinical and health psychology, 20(3), 253-261.